- περιφανείας
- περιφανείᾱς , περιφάνειαconspicuousnessfem acc plπεριφανείᾱς , περιφάνειαconspicuousnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
велеслава — ВЕЛЕСЛАВ|А (1*), Ы с. Великая слава, широкая известность: и изиде дв҃дъ... изiде же не вражию главоу носѩ, но ˫арость оумр҃твiвъ десницею движа, еюже возможе вынести мечь ч(с)тъ и показати бес крови ѡроужиѥ пре(д) богомъ и противитисѩ такомоу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιφάνεια — ἡ, ΜΑ [περιφανής] 1. το να φαίνεται κάτι καθαρά από παντού, από όλες τις μεριές 2. αίγλη, επισημότητα (α. «πλοῡτον... περιφάνειαν βίου» β. «δυναστεία καὶ περιφάνεια», Μέγ. Βασ.) αρχ. 1. σαφής, διαδεδομένη γνώση («πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί»… … Dictionary of Greek